χαλκόζωνος

χαλκόζωνος
χαλκό-ζωνος, ον,
A girt with bronze, epith. of Heracles, EM436.18.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλκόζωνος — και δ. γρφ. χαλκεόζωνος, ον, Α αυτός που έχει χάλκινη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * / χαλκεο + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. πορφυρό ζωνος, χρυσό ζωνος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκεόζωνος — ον, Α βλ. χαλκόζωνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”